- αμαρτωλή
- η1) грешница; 2) греховодница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμαρτωλή — ἁμαρτωλή, η (Α) η αμαρτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτάνω. ΠΑΡ. ἁμαρτωλός αρχ. ἁμαρτωλία] … Dictionary of Greek
ἁμαρτωλῇ — ἁμαρτωλή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτωλή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτωλῆι — ἁμαρτωλῇ , ἁμαρτωλή fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτωλαῖσιν — ἁμαρτωλή fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτωλαί — ἁμαρτωλή fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτωλῆς — ἁμαρτωλή fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτωλῇσι — ἁμαρτωλή fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτωλήν — ἁμαρτωλή fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμαρτωλῶν — ἁμαρτωλή fem gen pl ἁμαρτωλός erroneous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμαρτωλός — ή, ό (AM ἁμαρτωλός, όν) 1. αυτός που παραβαίνει τον ηθικό νόμο, τις θείες εντολές, που διαπράττει αμάρτημα ή αδίκημα 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) με την ίδια σημασία νεοελλ. 1. αυτός που ρέπει προς την αμαρτία 2. το θηλ. ως ουσ. η αμαρτωλή… … Dictionary of Greek